- ψευδοσύνοδος
- ησύνοδος επισκόπων που δεν είναι αναγνωρισμένη, γιατί δε συγκλήθηκε κανονικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψευδοσύνοδος — η, ΝΜ εκκλ. αντικανονική σύνοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + σύνοδος] … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek